- σπονδά
- σπονδά1 libation
τὸν μὲν ἐν ῥινῷ λέοντος στάντα κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τὸν μὲν ἐν ῥινῷ λέοντος στάντα κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
σπονδάς — σπονδά̱ς , σπονδή drink offering fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)